Πρωσία — (Preussen). Ιστορική περιοχή της Γερμανίας που μέχρι το 1945 αποτελούσε την περισσότερο εκτεταμένη περιοχή της χώρας με 13 επαρχίες, περιλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Βερολίνου. Μετά το B’ Παγκόσμιο πόλεμο η Π. εξαφανίστηκε από τις εσωτερικές… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… … Dictionary of Greek
Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… … Dictionary of Greek
Γκρίνεβαλντ, Ματίας — (Matthias Grunewald, Βίρτσμπουργκ περ. 1475 – Χαλ 1528). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο τουΓερμανού ζωγράφου Ματίας Γκότχαρτ Νάιτχαρτ (Gothart Neithart). Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του. Το πρώτο βεβαιωμένο έργο του, που χρονολογείται στο… … Dictionary of Greek
Εμς — (Ems). Τοπωνύμια της Γερμανίας. 1. Πόλη (10.300 κάτ. το 2003) της κεντροδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο Ρηνανία Παλατινάτο. Βρίσκεται Α του Κόμπλεντς. Ονομάζεται και Μπαντ Εμς (Bad Ems). Η πόλη είναι κέντρο ιαματικών λουτρών. Η ιστορία του Ε.… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
Καταρτζή — (Catargi). Επώνυμο ρουμανικής οικογένειας βογιάρων. Πρώτος πρόγονος ήταν ο Ιωάννης Καταρτζής (περ. 1600), ελληνικής καταγωγής. 1. Λάσκαρις (1823 – 1899). Πολιτικός. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια νομάρχης, επί ηγεμονίας Μιχαήλ Στούρτζα. Το 1859 έθεσε … Dictionary of Greek
Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του … Dictionary of Greek
Μπαϊρόιτ — (Bayreuth). Πόλη (75.400 κάτ.) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, πρωτεύουσα της Άνω Φραγκονίας, 65 χλμ. ΒΑ της Νυρεμβέργης. Ιδρύθηκε το 1194 από τον επίσκοπο Όθωνα B’ του Μπάμπεργκ και κοσμήθηκε με λαμπρά έργα τέχνης κυρίως από… … Dictionary of Greek